Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόταση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόταση 1 η [prótasi] Ο33 : I1. (γραμμ.) σύνολο λέξεων, συντακτικά οργανωμένο και με απαραίτητο όρο το ρήμα, που εκφράζει μόνο ένα νόη μα, συνήθ. σύντομα διατυπωμένο: Οι κύριοι όροι της πρότασης είναι το ρήμα, το υποκείμενο και το κατηγορούμενο. Παρατακτική / υποτακτική σύνδεση των προτάσεων. Kύρια (ανεξάρτητη) / δευτερεύουσα (εξαρτημένη) ~. Ονοματικές προτάσεις (ειδικές / βουλητικές / ενδοιαστικές / πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις). Επιρρηματικές προτάσεις (αιτιολογικές / τελικές / αποτελεσματικές / υποθετικές / εναντιωματικές / χρονικές προτάσεις). Aναφορικές προτάσεις. Aπλή / σύνθετη / επαυξημένη / ελλειπτι κή ~. 2. (λογ.) καθεμιά από τις κρίσεις ενός συλλογισμού, από τις οποίες προκύπτει ένα συμπέρασμα: Mείζων ~, η πρώτη. Ελάσσων ~, η δεύτερη. II1. ό,τι προτείνω 1 σε κπ. α. γνώμη που διατυπώνεται προφορικά ή γραπτά, ως δυνατή λύση σε ένα ζήτημα: H πρότασή μου είναι να αναβάλου με το ταξίδι. Στη συνέλευση ακούστηκαν πολλές προτάσεις, από αυτές άλλες έγιναν δεκτές και άλλες απορρίφθηκαν. H ηγεσία των εργαζομένων υπέβαλε τις προτάσεις της στον υπουργό. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟHΕ κατέθεσε τις προτάσεις του για την επίλυση του κυπριακού. ~ νόμου, νομοσχέδιο που δεν υποβάλλεται από την κυβέρνηση αλλά από ορισμένο αριθμό βουλευτών. || (νομ.) έγγραφο που υποβάλλει καθένας από τους διαδίκους, με τις αιτήσεις και με τους ισχυρισμούς τους. β. επιθυμία που εκφράζεται ή υπόδειξη που γίνεται σε κπ., να δεχτεί κτ.: Tου έκαναν (την) ~ να αναλάβει τη διεύθυνση της εταιρείας. Έχω μια πολύ καλή ~ για (να πουλήσω) το διαμέρισμα, προσφορά. || (ειδικότ.): Kάνω σε μια γυναίκα ~ γάμου, της ζητώ να παντρευτούμε. Είχε πολλές προτάσεις (γάμου) αλλά τις απέρριψε. Tης έκανε (ανήθικες) προτάσεις, εκείνη όμως τις απέκρουσε, της ζήτησε σεξουαλικές σχέσεις. 2. (μαθημ.) θεώρημα ή πρόβλημα που δίνεται για να λυθεί.

[λόγ.: I: αρχ. πρότα(σις) -ση & σημδ. γαλλ. proposition· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόταση 2 η : (λόγ.) η ενέργεια του προτείνω 2. || (γυμν.) παράγγελμα σε γυμναζόμενο, να τεντώσει τα χέρια κατευθείαν εμπρός.

[λόγ. < αρχ. πρότα(σις) (= πρόταση 1) -ση κατά τη σημ. του προτείνω 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες