Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσταγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόσταγμα το [próstaγma] Ο49 : το αποτέλεσμα του προστάζω. α. (παρωχ.) το περιεχόμενο μιας διαταγής· προσταγήβ. β. (στρατ.) Έχω το (γενι κό) ~, για αξιωματικό που έχει αναλάβει τη διοίκηση των στρατιωτικών μονάδων σε μια τελετή και ως έκφραση, για να δηλώσουμε ότι κάποιος έχει αναλάβει τη γενική ευθύνη για την οργάνωση μιας συγκέντρωσης, εκδήλωσης κτλ.

[λόγ. < αρχ. πρόσταγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες