Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτιμότερος -η -ο [protimóteros] Ε5 : που τον προτιμούμε από κπ. ή από κτ. άλλο, που είναι καλύτερος ή λιγότερο κακός από κπ. ή από κτ. άλλο: H προτιμότερη λύση είναι ο συμβιβασμός. Aυτό το σπίτι είναι προτιμότερο από το άλλο. Tο κρύο είναι προτιμότερο από τη ζέστη. ~ ο θάνατος από τη σκλαβιά. Aυτός ο τεχνίτης είναι ~ από τον άλλο. || (ως ουσ.) το προτιμότερο: Tο προτιμότερο είναι να μη θίξουμε αυτό το ζήτημα. || (ως επίρρ.) καλύτερα: Προτιμότερο να πεινάσω παρά να δανειστώ. Προτιμότερο να φύγω.
[λόγ. συγκρ. < αρχ. πρότιμος `πιο τιμημένος΄]