Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προοπτική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προοπτική η [prooptikí] Ο29 : I. μέθοδος γραφικής αναπαράστασης (σχεδίασης ή ζωγραφικής), με την οποία, επάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια, αποδίδονται οι τρεις διαστάσεις των αντικειμένων ή του χώρου, όπως τις αντιλαμβάνεται η όραση (σε συνάρτηση με τη θέση και την απόσταση του παρατηρητή): Οι ζωγραφιές των μικρών παιδιών δεν έχουν ~. Οι αρχές της προοπτικής βρίσκουν εφαρμογή στη ζωγραφική. Tο κτίριο έχει σχεδιαστεί με ~. || (μαθημ.) η απεικόνιση ενός σώματος επάνω σε μια επιφάνεια, με κωνική ή με παράλληλη προβολή. II. η θεώρηση των πραγμάτων σε ένα χρονικό βάθος, η μελλοντική δυνατότητα, η προσδοκία: H ~ της ανάπτυξης / της εξέλιξης / της επιτυχίας. Aνοίγονται / διαγράφονται καλές προοπτικές για την αύξηση του τουρισμού. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν δεν έχουν καμιά ~ εφαρμογής. Ο σχεδιασμός / ο προγραμματισμός έγινε με ~ δεκαετίας. Επάγγελμα με / χωρίς ~. Δεσμός χωρίς ~, χωρίς μέλλον, χωρίς κατάληξη σε γάμο.

[λόγ.: II: ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. προοπτικός `για πρόβλεψη΄· I: σημδ. γαλλ. perspective]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες