Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποσώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποσώς [posós] επίρρ. : (λόγ.) καθόλου: ~ μ΄ ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος.

[λόγ. < ελνστ. ποσῶς `σε τι ποσότητα΄ σημδ. γαλλ. pas du tout]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες