Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πος
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Ποσειδώνας ο [posiδónas] Ο2 (χωρίς πληθ.) : (αστρον.) ένας από τους εννέα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο όγδοος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο.

[λόγ. < αρχ. Ποσειδῶν, αιτ. -ῶνα `ο θεός Ποσειδώνας΄ σημδ. νλατ. Neptunus (στη νέα σημ.) < λατ. Neptunus `θεός αντίστοιχος του αρχ. Ποσειδώνα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποσειδώνιο το [posiδónio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό ραδιενεργό στοιχείο που παράγεται από το ουράνιο.

[λόγ. Ποσειδών (δες στο Ποσειδώνας) -ιον μτφρδ. νλατ. neptunium (η ονομασία αναλ. προς το ουράνιο) (διαφ. το αρχ. Ποσειδώνιον `ναός του θεού Ποσειδώνα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόση η [pósi] Ο31 : η ενέργεια του πίνω: Επιτρέπεται / απαγορεύεται η ~ του ύδατος της περιοχής.

[λόγ. < αρχ. πό(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόσθη η [pósθi] Ο30 : το δέρμα που περιβάλλει το ανδρικό πέος.

[λόγ. < αρχ. πόσθη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποσθίτιδα η [posθítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή της πόσθης (και κυρ. της ακροποσθίας) του πέους.

[λόγ. < γαλλ. posthite < αρχ. πόσθ(η) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόσιμος -η -ο [pósimos] Ε5 : (για υγρά και ιδ. για νερό) που είναι κατάλ ληλος, προορισμένος για να πίνεται: Tο νερό (δεν) είναι πόσιμο. Έλλειψη πόσιμου νερού.

[λόγ. < ελνστ. πόσιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόσο [póso] επίρρ. ερωτ. : 1. εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, με τις οποίες ζητούνται πληροφορίες για μεγέθη, αριθμούς, ποσότητες, χρόνο, έκταση, αξία κτλ.: ~ καλά τον ξέρεις; ~ κάνει / κοστίζει αυτό;, πόσα χρήματα; ~ πλούσιος είναι; || πόσο πολύ: Δεν καταλαβαίνεις ~ με πληγώνεις; 2. (επιφωνηματικά) πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ: Ξέρεις ~ πολύ σε αγαπώ! ~ θα ΄θελα ένα αναψυκτικό! (έκφρ.) κατά ~, σε τι έκταση, ποσότητα, βαθμό κτλ.: Δεν ξέρω κατά ~ γίνομαι κατανοητός. Έγινε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά ~ άλλαξαν τα δεδομένα.

[αρχ. πόσον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποσό το [posó] Ο38 : 1. (μαθημ.) κάθε μέγεθος που μπορεί να εκφραστεί με αριθμό, να μετρηθεί ή να αυξομοιωθεί: Συνεχές / ασυνεχές ~. Mέτρηση / τιμή / μέτρο ενός ποσού. Ομοειδή / ανάλογα / αντίστροφα ποσά. || το σύνολο των ποσοτικών, των αριθμητικών γνωρισμάτων ή χαρακτηριστικών. ANT ποιόν: Διαίρεση των προτάσεων κατά το ~ και το ποιόν. 2. (ειδικότ.) χρηματικό ποσό: Mικρό / μεγάλο / σημαντικό / σεβαστό / ασήμαντο / αστείο ~. Ξοδεύω / δαπανώ / αποταμιεύω / καταθέτω / σπαταλώ / επενδύω ένα ~. Kάθε χρόνο παίζονται στα τυχερά παιχνίδια τεράστια ποσά. Tα κέρδη / οι ζημίες ανέρχονται στο ~ του ενός εκατομμυρίου.

[λόγ. < αρχ. ποσόν `ποσότητα΄ σημδ. ιταλ. somma (πρβ. σούμα) ή γαλλ. somme < λατ. summa `ποσότητα, σύνολο χρημάτων΄ και με βάση το αρχ. συγγ. πόσον `πόσα χρήματα;΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποσολογία η [posolojía] Ο25 : κλάδος της φαρμακολογίας που ασχολείται με τις ποσότητες, με τις δόσεις στις οποίες πρέπει να χορηγούνται τα φάρμακα στους ασθενείς.

[λόγ. < γαλλ. posologie < αρχ. πόσο(ς) + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόσος -η -ο [pósos] αντων. (βλ. Ε3) : 1. ερωτηματική, σε θέση επιθέτου εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, με τις οποίες ζητούνται πληροφορίες για μεγέθη, αριθμούς, ποσότητες, χρόνο, έκταση, αξία κτλ.· βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις αντωνυμίες όσος, τόσος, κάμποσος που απαντούν στην ερώτηση πόσος: Πόσους κατοίκους έχει η Ελλάδα; Πόσες μέρες θα κρατήσει το ταξίδι; Πόσες φορές πρέπει να το πω για να καταλάβεις; Πόσων χρονών είναι το παιδί; Πόσα στρέμματα είναι το χωράφι; Πόσα κιλά ζυγί ζεις; Ρώτησαν πόσα χρήματα θα στοιχίσει. 2. σε καταφατική επιφωνημα τική πρόταση με τη σημασία πάρα πολύς, υπερβολικά πολύς: Πόσα βάσανα, πόσες στενοχώριες πέρασε για να τους σπουδάσει!, πέρασε πάρα πολλά βάσανα…

[αρχ. πόσος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες