Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πομπώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πομπώδης -ης -ες [pombóδis] Ε11 : που είναι γεμάτος στόμφο, υπερβολή· που τον χαρακτηρίζει κούφια μεγαλοπρέπεια και επίδειξη, η οποία πλησιάζει τη γελοιότητα: Πομπώδη λόγια. Πομπώδες ύφος. πομπωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πομπ(ή) -ώδης μτφρδ. γαλλ. pompeux (< υστλατ. pomposus < pompa < αρχ. πομπή)· λόγ. πομπώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες