Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηδαλιούχος ο [piδaliúxos] Ο18 : αυτός που κρατάει, που χειρίζεται το πηδάλιο: Δίκωπος / τετράκωπος με / χωρίς πηδαλιούχο.
[λόγ. < ελνστ. πηδαλιοῦχος (δες στο πηδάλιο)]