Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντήκοντα [pendíkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) πενήντα.
[λόγ. < αρχ. πεντήκοντα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκοντα- [pendikonda] & πεντηκοντά- [pendikondá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πεντηκονθ- [pendikonθ], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει πενήντα από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: πεντηκοντάδραχμο. β. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται πενή ντα φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~πλάσιος. γ. διαρκεί (επί) πενήντα χρονικές μονάδες τις οποίες εκφράζει το β' συνθετικό: ~ετής, πεντηκονθήμερος.
[λόγ. < αρχ. πεντηκοντα- (δες πενήντα): αρχ. πεντηκοντά-δραχμος `αξίας πενήντα δραχμών΄· λόγ. < αρχ. πεντηκονθ- < πεντηκοντ(α)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. πεντηκονθ-ήμερος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκοντάδα η [pendikondáδa] Ο26 : (λόγ.) η πενηντάδα.
[λόγ. < ελνστ. πεντηκοντάς, αιτ. -άδα, αρχ. σημ.: `σώμα πενήντα αντρών΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκοντάδραχμος -η -ο [pendikondáδraxmos] Ε5 : (λόγ.) που έχει αξία πενήντα δραχμών. || (ως ουσ.) το πεντηκοντάδραχμο, το πενηντάρι κο.
[λόγ. < αρχ. πεντηκοντάδραχμος `αξίας πενήντα δραχμών΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκονταετηρίδα η [pendikondaetiríδa] Ο26 : 1. η πεντηκοστή επέτειος ενός γεγονότος και η γιορτή που γίνεται γι΄ αυτήν: Γιόρτασαν την πεντηκονταετηρίδα της ίδρυσης του συλλόγου. 2. η πεντηκονταετία.
[λόγ. < ελνστ. πεντηκονταετηρίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκονταετής -ής -ές [pendikondaetís] Ε10 : (λόγ.) πενηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια πενήντα ετών: ~ συνθήκη / συμφωνία. || ~ διάρκεια. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών.
[λόγ. < αρχ. πεντηκονταετής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκονταετία η [pendikondaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα πενήντα ετών: H λαμπρή ~ (480-430 π.X) της αρχαίας Aθήνας. || H πρώτη / δεύτερη ~ του αιώνα, το πρώτο / το δεύτερο μισό του αιώνα.
[λόγ. < ελνστ. πεντηκονταετία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκονταπλάσιος -α -ο [pendikondaplásios] Ε6 : που είναι πενήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: Πεντηκονταπλάσια κέρδη.
[λόγ. πεντήκοντα -πλάσιος]