Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατάξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάταξη η [pátaksi] Ο33 : η ενέργεια του πατάσσω. α. καταπολέμηση, εξάλειψη: H ~ της εγκληματικότητας / του φαινομένου της δωροδοκίας. β. σκληρή τιμωρία: H ~ των φοροφυγάδων.

[λόγ. πατακ- (πατάσσω) -σις > -ση μτφρδ. του λαϊκού χτύπημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες