Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδρομή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραδρομή η [paraδromí] Ο29 : απροσεξία, αβλεψία, κυρίως στην έκφραση από ~ / (λόγ.) εκ παραδρομής, από απροσεξία: Λάθος από ~. || λεκτικό σφάλμα, μπέρδεμα: Λάθος από ~ της γλώσσας.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν παραδρομFῆ `επιτροχάδην εξέταση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδρομή η.
  • 1) Πέρασμα
    • α) χρόνου:
      • (Αχιλλ. (Smith) O 35
      • μετά καιρού παραδρομήν ήλθεν ο Φερδερίγος (Λίβ. Esc. 3186
    • β) τόπου:
      • μετά την παραδρομήν και του τοσούτου τόπου εις κάστρον κατηντήσασιν μέγα (Καλλίμ. 173).
  • 2) Παράταση· αναμονή:
    • διατί παραδρομήν τόσην με δίδεις χρόνων; Ελπίζεις εις την ανάκαψιν και πάλιν του Λιβίστρου; (Λίβ. Sc. 2234).
  • Έκφρ. εκ παραδρομής = από απροσεξία, κατά λάθος:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1284).

[αρχ. ουσ. παραδρομή. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες