Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρέρχομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρέρχομαι [parérxome] Ρ αόρ. παρήλθα, απαρέμφ. παρέλθει : (λόγ.) 1. (για χρόνο) περνώ και φεύγω: Παρήλθε πια ο κίνδυνος. Οι άνθρωποι (έρχονται και) παρέρχονται, τα έργα τους όμως μένουν. (έκφρ.) έρχεται και παρέρχεται, για κτ. εφήμερο, παροδικό: Οι γενιές / οι μόδες / οι εποχές έρχονται και παρέρχονται. 2. (μτφ.) προσπερνώ, παραλείπω, παρασιωπώ κτ.: Θα παρέλθω τα επουσιώδη και θα προχωρήσω στο κυρίως θέμα.

[λόγ. < αρχ. παρέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες