Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράκληση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράκληση η [paráklisi] Ο33 : α. ενέργεια με την οποία κάποιος ζητάει ευγενικά, ικετευτικά από κπ. να κάνει κτ. (μια χάρη, εξυπηρέτηση κτλ.), να συμμετάσχει σε κτ. κτλ.: Διατυπώνω / εκφράζω μια ~. Θερμή ~. Kάμφθηκε μόνο ύστερα από πολλές παρακλήσεις. β. (εκκλ.) ακολουθία μικρής διάρκειας, που περιέχει κυρίως δέηση, ικεσία προς το Θεό, την Παναγία ή προς αγίους: Kάνω ~. Στην εκκλησία διαβάζονται παρακλήσεις.

[α: αρχ. παράκλη(σις) -ση· β: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες