Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαρούνα η [paparúna] Ο25 : είδος ποώδους φυτού με λουλούδια έντονου (συνήθ. κόκκινου) χρώματος: Xωράφι γεμάτο παπαρούνες. || το λουλούδι του ομώνυμου φυτού. (έκφρ.) γίνομαι (κόκκινος σαν) ~, κοκκινίζω από ντροπή, αμηχανία. || (λαϊκ.) το όπιο, το αφιόνι.
[μσν. παπαρούνα < υστλατ. (πρβ. λατ. papaver, ιταλ. papavero, ρουμ. paparoană) ή < παλιά μεσογειακή λ., συγγ. του λατ. papaver]
[Λεξικό Κριαρά]
- παπαρούνα η.
-
- Παπαρούνα:
- Ως ένα κάμπον … παπαρούνες στρωμένον και φαίνεται από μακράν ότ’ έν’ πανί βαμμένον (Κορων., Μπούας 33· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 215r).
[<ιδιωμ. ιταλ. paparina με επίδρ. της κατάλ. ‑ούνα ή <ιταλ. *papaverone ή πιθ. <μεσν. ιταλ. paparone ή πιθ. <ρουμ. paparoană. Πβ. και αρομ. păpărúnă και αλβ. paparúnë. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Παπαρούνα: