Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανταχόθεν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανταχόθεν [pandaxóθen] επίρρ. : (λόγ.) από όλα τα μέρη, από όλες τις πλευρές, από παντού: Διαμέρισμα ~ ελεύθερο, του οποίου κανένας εξωτερικός τοίχος δεν εφάπτεται με άλλο κτίσμα. H κυβέρνηση βάλλεται ~.

[λόγ. < αρχ. πανταχόθεν]

[Λεξικό Κριαρά]
πανταχόθεν, επίρρ.
  • 1)
    • α) Από παντού, από όλες τις πλευρές:
      • (Διγ. Z 3495
    • β) (με την πρόθ. από πλεοναστικά):
      • από πανταχόθεν της γης τρέχουσιν οι ευλαβείς χριστιανοί (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 55).
  • 2)
    • α) Παντού, σε όλα τα μέρη:
      • (Διήγ. Βελ. χ 476
      • επλάτυνεν ο ήλιος, έλαμψεν πανταχόθεν (Φλώρ. 635
    • β) παντού, σε όλες τις πλευρές, σε όλα τα σημεία:
      • διάχριε εκ του κατασκευασθέντος το στόμα πανταχόθεν του ιέρακος (Ιερακοσ. 4342).
  • 3) (Με γεν.) ολόγυρα, γύρω από:
    • καθέζονται οι πάντες πανταχόθεν του πυρός (Πτωχολ. α 91).

[αρχ. επίρρ. πανταχόθεν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες