Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλάμη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλάμη η [palámi] Ο30 : 1.η εσωτερική επιφάνεια του χεριού μας: Ροζιασμένες παλάμες. ΦΡ έχει φαγούρα* στην ~. με τρώει* η ~ μου. το παράσημο* της ανοιχτής παλάμης. (απαρχ.) εν τη ~ και ούτω βοήσομεν, για να κάνει κανείς κτ. πρέπει πρώτα να πάρει χρήματα. 2α. ως μονάδα μήκους, το ένα δέκατο του μέτρου: Mία ~ ισούται με δέκα εκατοστά. Tετραγωνική ~, ως μονάδα εμβαδού, το ένα εκατοστό του τετραγωνικού μέτρου. Kυβική ~, ως μονάδα όγκου, το ένα χιλιοστό του κυβικού μέτρου. β. (σε πρόχειρες μετρήσεις) μήκος περίπου όσο το πλάτος μιας παλάμης χεριού με κλειστά δάχτυλα· (πρβ. σπιθαμή). γ. (παρωχ.) το ένα δέκατο του παλαιού πήχη.

[αρχ. παλάμη]

[Λεξικό Κριαρά]
παλάμη η· απαλάμη.
  • 1)
    • α) Η εσωτερική επιφάνεια του άκρου του χεριού, παλάμη:
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 248), (Ασσίζ. 35114
    • β) φρ. κροτώ τας παλάμας, βλ. κροτώ Ά 1α φρ.
  • 2)
    • α) (Συνεκδ.) χέρι:
      • (Πεντ. Γέν XXXI 42), (Έξ. IX 33
    • β) (προκ. για το χέρι του Θεού):
      • (Πεντ. Έξ. XXXIII 22), (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 626
    • γ) έκφρ. με καθεροσύνη τις απαλάμες μου = «με καθαρά χέρια», χωρίς κ. επιλήψιμο:
      • (Πεντ. Γέν. XX 5
    • δ) φρ. απορρίπτομαι εν ταις παλάμαις κάπ. = πέφτω στα χέρια, στην κυριαρχία κάπ.:
      • (Δούκ. 32915).
  • 3) (Προκ. για πόδι) πέλμα:
    • από την απαλάμη του ποδαριού σου και ως το καύκαλό σου (Πεντ. Δευτ. XXVIII 35).
  • 4) Μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με την απόσταση από την άκρη του αντίχειρα ως την άκρη του μικρού δακτύλου ανοικτής και τεντωμένης παλάμης:
    • 'λόγυρα στο φόρεμα ως μίαν απαλάμη τέχν’ είχε παντεξαίρετον (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1008]).

[αρχ. ουσ. παλάμη. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.). Τ. απαλάμα σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες