Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πήξιμο το [píksimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πήζω: Tο ~ του τυριού / του γιαουρτιού. 2. (μτφ., προφ.) α. υπερβολική, ασφυκτική πληρότητα: Στο δρόμο είχε τέτοιο ~, που τα αυτοκίνητα πήγαιναν σαν χελώνες. β. μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία: Tα Σάββατα η δουλειά είναι σκέτο ~. γ. για κατάσταση, για συναίσθημα πλήξης, ανίας: Tρεις ώρες στη σκοπιά είναι ~.
[πηξ- (πήζω) -ιμο]