Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέλος το [pélos] Ο46 : το χνούδι που έχει ένα ύφασμα στην επιφάνειά του από την κατασκευή του.

[λόγ.(;) < ιταλ. pel(o) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες