Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρσιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάρσιμο το [pársimo] Ο50 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παίρ νω. 1. κόψιμο ενός πράγματος έτσι ώστε αυτό να γίνει λίγο μικρότερο: Tα μαλλιά σου μάκρυναν πολύ· θέλουν λίγο ~. Tο φουστάνι είναι κάπως στενό στη μασχάλη· θέλει ~. 2. (παρωχ.) άλωση, κατάληψη: Tο ~ του κάστρου / της Πόλης. 3. (σπάν.) το να παίρνει κάποιος κτ. στα χέρια του.

[παρ- (παίρνω) -σιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες