Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουνγκουέντο το· ουγκβέντο.
-
- Είδος θεραπευτικής αλοιφής:
- αλείφου εκεί οπού πονείς με ουγκβέντο ροζάδον (Αγαπ., Γεωπον. 230).
[<ιταλ. unguento]
- Είδος θεραπευτικής αλοιφής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουνία η [unía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : χαρακτηρισμός κάθε ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας που δέχτηκε τα δόγματα του καθολικισμού και αναγνωρίζει την εξουσία του πάπα, ενώ διατηρεί την οργάνωση και άλλους εξωτερικούς τύπους της ορθοδοξίας: Προπαγάνδα / καταπολέμηση της ουνίας.
[λόγ. < ρωσ. unija < πολωνικό unja < υστλατ. unus `ένας, ενωμένος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουνίτης ο [unítis] Ο10 θηλ. ουνίτισσα [unítisa] Ο27 : οπαδός της ουνίας: Ρώσος / Bούλγαρος ~. || (ως επίθ.): ~ κληρικός.
[λόγ. ουν(ία) -ίτης με βάση το ρωσ. unijat (δες στο ουνία)· ουνίτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουνιτικός -ή -ό [unitikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ουνία ή στους ουνίτες.
[λόγ. ουνίτ(ης) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ούννος ο [únos] Ο18 : (υβρ.) χαρακτηρισμός για πολύ βίαιο και άξεστο άνθρωπο.
[λόγ. εν. < ελνστ. Οyννοι (πληθ.)]