Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οριακός -ή -ό [oriakós] Ε1 : που βρίσκεται στα όρια ιδίως ενός μεγέθους ή αναφέρεται σ΄ αυτά: Οριακή τιμή. Οριακή περίπτωση, ασυνήθιστη, σπάνια. Οριακή πλειοψηφία, μικρή. || (μαθημ.) Οριακή ανάλυση. || (φυσ.) Οριακό στρώμα. || για το ανώτατο ή κατώτατο επιτρεπτό ή επιθυμητό όριο ενός μεγέθους, του οποίου θα επιθυμούσαμε τη μείωση ή την αύξηση: Οριακή ρύπανση, πολύ μεγάλη, που πρέπει να μειωθεί. Οριακό κέρδος, πολύ μικρό, του οποίου η αύξηση θα ήταν επιθυμητή. || H κατάσταση της υγείας της ασθενούς βρίσκεται σε οριακό σημείο.
οριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. όρι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. marginal & αγγλ. border-]