Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οξέως, επίρρ.· συγκρ. οξυτέρως.
-
- 1)
- α) Γρήγορα:
- (Διγ. Gr. 2395), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2070)·
- β) αμέσως:
- (Ερμον. X 316).
- α) Γρήγορα:
- 2) Με ζωηρότητα, έντονα:
- οδύρετο (ενν. η Βρισηίς) οξέως κι εξαιμάτωνε τα στήθη (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Κ́ [212]).
- 3)
- α) (Προκ. για την όραση) καθαρά, με διαύγεια:
- (Ιερακοσ. 40120)·
- Περί οφθαλμόν του βλέπειν οξέως (Ιατροσ. κώδ. Ϡζ́)·
- β) (προκ. για το βλέμμα) έντονα:
- έβλεπεν (ενν. η κόρη) όπισθεν σκοπεύουσα οξέως (Διγ. Gr. 1574).
- α) (Προκ. για την όραση) καθαρά, με διαύγεια:
[αρχ. επίρρ. οξέως]
- 1)