Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιόμορφος -η -ο [omiómorfos] Ε5 : ANT ανομοιόμορφος. 1. (για σύνολο) α. που όλα τα στοιχεία του έχουν ίδια εξωτερική εμφάνιση. ANT ποικιλόμορφος: Ομοιόμορφες στρατιωτικές στολές. β. (ιδ. για σύνολο ενεργειών) που είναι ίδιες και συνήθ. συγχρονισμένες μεταξύ τους: Οι ομοιόμορφες κινήσεις μιας ομάδας χορευτών. 2. που χαρακτηρίζεται από λογική ή ισόρροπη διάταξη: Ομοιόμορφη κατανομή του πληθυσμού μιας χώρας.
ομοιόμορφα ΕΠIΡΡ: ~ κατανεμημένα στοιχεία ενός συνόλου. [λόγ. < ελνστ. ὁμοιόμορφος]