Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομιλώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομιλώ [omiló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) μιλώ: Hσυχία, παρακαλώ· μην ομιλείτε. Mην ομιλείτε στον οδηγό του λεωφορείου. H ομιλούμενη γλώσσα και ως ουσ. η ομιλουμένη, αυτή που μιλάει η πλειοψηφία των ομιλητών, η καθομιλουμένη· (πρβ. κοινή).

[λόγ. < ελνστ. ὁμιλῶ `απευθύνω το λόγο΄, αρχ. σημ.: `έρχομαι σε επαφή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ομιλώ· μιλώ· προστ. μίλιε.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με κάπ.:
        • (Σπαν. A 183
        • (προκ. για την επικοινωνία με το Θεό):
          • έλαμψεν το πρόσωπόν του (ενν. του Μωυσέως) μετά το να μιλεί με τον Θεόν (Πηγά, Χρυσοπ. 297 (13)
      • β) συναντώ κάπ., βρίσκομαι μαζί με κάπ.:
        • «Δεν ηπορώ, άτυχε, να σε ομιλήσω ουδέ για να σε φιλήσω» (Συναξ. γυν. 628).
    • 2)
      • α) Μιλώ, απευθύνομαι με λόγο σε κάπ.:
        • (Πανώρ. Ά 239
        • το περιστέριν … του εμίλιε με ανθρωπίνην φωνήν (Ροδινός 224
        • μιλώ σε, ου μιλείς με (Σπαν. A 19 δις
        • (εδώ με υποκ. το Θεό):
          • (Χούμνου, Κοσμογ. 613
        • (μεταφ.):
          • Έρωτας … τυραννά με, … με το ξιφάρι μού μιλεί (Ερωτόκρ. Ά 1669
      • β) (με εμπρόθ. προσδ.) αναφέρω, κάνω λόγο σε κάπ. (για κάπ. ή για κ.):
        • για την κουζουλή τούτη θα του μιλήσω (Πανώρ. Γ́ 264· Δ́ 82).
    • 3) Μιλώ, λέω·
      • (με σύστ. αντικ.):
        • εμίλησε … λίγα (Ερωτόκρ. Β́ 330
        • ό,τι μιλώ γροικάς (Στάθ. Β́ 139
      • (με είδος σύστ. αντικ.):
        • Τι 'ναι τα λόγια οπού μιλείς (Ζήν. Ά 339).
    • 4) Προφέρω:
      • μα τ’ όνομα που την καρδιά μιλώντας το δροσίζει (Ερωφ. Δ́ 385).
    • 5) Εκστομίζω, τολμώ να πω:
      • την υψηλότητά σου παρακαλώ στά μίλησα συμπάθιο να μου δώσει (Ερωφ. Έ 639· Ριμ. Βελ. ρ 88
      • (με είδος σύστ. αντικ.):
        • πότες αποκότησε λόγο να σου μιλησει; (Ερωτόκρ. Ά 1480).
    • 6) Μονολογώ·
      • (εδώ με σύστ. αντικ.):
        • Δεν του γροικώ το τι μιλεί και θα παρασιμώσω (Ερωφ. Β́ 249).
    • 7) Ψιθυρίζω, μουρμουρίζω·
      • (εδώ με σύστ. αντικ.):
        • Είντα μιλείς; Δε σου γροικώ (Φορτουν. Δ́ 182).
    • 8) Συζητώ, κουβεντιάζω·
      • (με σύστ. αντικ.):
        • με τη νένα τση συχνιά εμίλιε τούτα-κείνα (Ερωτόκρ. Ά 435· Τζάνε, Κρ. πόλ. 54917).
    • 9)
      • α) Αφηγούμαι, διηγούμαι:
        • τους έρωτας του Διγενή να πω και να μιλήσω (Διγ. O 1554· Αχέλ. 1721
      • β) περιγράφω:
        • θέλω να αρχινίσω και καμπόσο να μιλήσω τα γυναίκεια φυσικά (Συναξ. γυν. 477).
    • 10) Διαδίδω, κυκλοφορώ φήμη:
      • πράγμα άλλο σ’ όλους δε μιλιέται (?
      • (εδώ με σύστ. αντικ.):
        • γροικάς είντα μιλού στη χώρα (Ερωτόκρ. Ά 594).
    • 11) Λέω, προσθέτω κ. καινούργιο:
      • δεν ευρέθηκε κανείς ποτέ να μου μιλήσει σ’ αστρονομία και σοφιά, μήτε εισέ μαγεία … (Ευγέν. 16).
    • 12) Ανακοινώνω, αναγγέλλω· ενημερώνω, ειδοποιώ:
      • έφυγε … χωρίς να μιλήσει τινός, ωσάν κρυφά (Χρον. σουλτ. 7315
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42121
        • Σταθείτε να γροικήσομε τι θέλει να μιλήσει (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 43).
    • 13) Διαβιβάζω μήνυμα:
      • Τούτα είπε Αλέξανδρος κι είπε να τα μηνύσουν, 'ς Δάρειον να παγαίνουσι και να του τα μιλήσουν (Αλεξ. 1282
      • (με πρόταση ως αντικ.):
        • αποκρισάρην έστειλεν να πα να του μιλήσει πως ο Μιχάλης έρχεται (Σταυριν. 437· Τζάνε, Κρ. πόλ. 54416).
    • 14) Παραγγέλλω· προστάζω:
      • (Ροδολ. Γ́ 50
      • να κάμω ό,τι εμίλησεν άγγελος κι ο Θεός μας (Θυσ. 282).
    • 15)
      • α) Εκφράζω, εξωτερικεύω, δηλώνω:
        • (Ερωφ. Γ́ 81
        • Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα πάθη (Ερωτόκρ. Γ́ 565
      • β) εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι κ.·
        • (εδώ με σύστ. αντικ.):
          • Βλέπε ό,τι κια μου μίλησες, άλλος να μη γροικήσει (Ερωτόκρ. Ά 921· Φορτουν. Β́ 172).
    • 16) Εκθέτω, παρουσιάζω· αναπτύσσω:
      • εμίλησε (ενν. ο δεσπότης) της γαληνότητός του κατά μέρος τα όσα ήταν αναγκαία (Σεβήρ., Ενθύμ. 28).
    • 17) Υπερασπίζομαι:
      • (Ερωτόκρ. Β́ 972
      • Η γλώσσα τους … να πει το δίκιον της και να το ομιλήσει (Απόκοπ. Επίλ. I 504).
    • 18) Υποστηρίζω, πρεσβεύω, φρονώ·
      • (εδώ με σύστ. αντικ.):
        • απὄχει λάθος τά μιλώ, … του δικού μας βασιλιού την τύχη ας συντηρήσει (Ερωφ. Β́ 217).
    • 19) Επαινώ, εγκωμιάζω:
      • τσι χάρες σου πολλές φορές εμίλιε (Ερωτόκρ. Γ́ 694).
    • 20) Επισημαίνω, τονίζω:
      • τα κάλλη τα ωραιότατα τά 'χω … εφτάνασι, με διχωστάς πράμα άλλο να μιλήσω (Φορτουν. Ιντ. ά 77).
    • 21) Σημαίνω, υπονοώ, υποδηλώνω·
      • (εδώ με σύστ. αντικ.):
        • εκείνα τα φιλιά τα ψυχωμένα κι εισέ λαλιά μικρή πολλά μιλούσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. β́ [66]).
    • 22) Υπόσχομαι:
      • δεν στέκονται στον λόγον τους, σε κείνο που μιλούσι (Σταυριν. 1258).
    • 23) Διαπραγματεύομαι· κάνω συμφωνία, συναποφασίζω για κ.:
      • α θες να παντρευτείς, το γάμο να μιλήσω (Ερωτόκρ. Γ́ 735· Σουμμ., Ρεμπελ. 164).
    • 24)
      • α) Συμβουλεύω, νουθετώ:
        • Η νένα … εμίλιε τση σα μάννα τση (Ερωτόκρ. Ά 900
        • (με σύστ. αντικ.)
          • Σύμβουλε, τά μου μίλησες καλά 'χω γροικημένα (Ερωφ. Δ́ 601
      • β) με συμβουλές προσπαθώ να επηρεάσω τη γνώμη κάπ.· πείθω:
        • (Ερωφ. Δ́ 183
        • να μιλήσει τση κοπελιάς να συβαστεί (Φορτουν. Γ́ 127
      • γ) υποδεικνύω, συνιστώ:
        • (Ερωτόκρ. Γ́ 136
        • Φροσύνη, να του μιλήσεις προς εμάς να κάμ’ ελεημοσύνη (Πανώρ. Δ́ 196
      • δ) επιβάλλω, υπαγορεύω:
        • σ’ ό,τι μιλεί ο λογαριασμός, πολλά ήθελε μανίσει (Ερωτόκρ. Ά 1865).
    • 25) Εισηγούμαι, προτείνω· παρακινώ, παροτρύνω:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 1577
      • οι Τούρκοι … αρχίζου να μιλούσι τ’ αγά, για να παραδοθού (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35023).
    • 26) (Με κατηγ.) ονομάζω, αποκαλώ:
      • η πίστις των χριστιανών … περιστερά βασίλισσα απ’ όλους ομιλείται (Διγ. O 1052).
  • Αμτβ.
    • 1)
      • α) Μιλώ:
        • (Ερωτόκρ. Ά 889
        • καλά και δε μιλείς, τα μάτια 'μολογούσι (Ερωτόκρ. Ά 1101
        • (μεταφ.):
          • αν όλα βουβαθούσι μιλήσει θέλει κιας ο θάνατός μου (Πιστ. βοσκ. I 2, 26
        • (μεταφ. προκ. για τέλειο, «ολοζώντανο» καλλιτεχνικό δημιούργημα):
          • εφαίνετό σου (ενν. η ζγουραφιά) … κι ήθελε να μιλήσει (Ερωτόκρ. Ά 1497
      • β) (με υποκ. τη λ. χείλη) αρθρώνω λέξη, λόγο:
        • Τα χείλη μου τρομάσσουσι ν’ αρχίσου να μιλούσι (Ερωφ. Ά 127
      • γ) έχω ανθρώπινη λαλιά:
        • οι πέτρες δε μιλούσι (Πανώρ. Πρόλ. 57).
    • 2) Αναφέρομαι σε κ., κάνω λόγο για κ.:
      • δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτειά δε λέγει (Ερωτόκρ. Γ́ 288).
    • 3) Μιλώ μπροστά σε ακροατήριο, αγορεύω:
      • όταν εμίλιε επέφτασιν άνθη και επερεχούσαν όσους ευρίσκονταν μ’αυτόν (Λίμπον. Επίλ. 17· 53).
    • 4) Μιλώ άλλη (ξένη) γλώσσα:
      • να δεις στα ξένα … είντα λογής μιλούσι (Ερωτόκρ. Ά 1238).
    • 5) Εκστομίζω, τολμώ να πω:
      • Γλώσσα δεν έχει να το πει, χείλη να ομιλήσει (Περί ξεν. 72 κριτ. υπ).
    • 6) Εκφράζω γνώμη, άποψη:
      • λεύτερα να μιλήσω (Ερωφ. Δ́ 479).
    • 7) Εκφράζω δυσαρέσκεια, διαμαρτύρομαι:
      • άλλοι είν’ εδώ που τούτες σου τσι καύχησές περνούσι … μ’ αληθινά καμώματα, και πάλι δε μιλούσι (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 58).
    • 8) Θρηνολογώ:
      • τα μάτια πάντα ετρέχασι κι η γλώσσα πάντα εμίλιε (Ερωτόκρ. Δ́ 1991).
    • 9) Καυχιέμαι, κομπάζω:
      • ήκαμεν (ενν. ο Διγενής) και δεν εμίλα, αλλ’ ευρέθην νικημένη (ενν. η Μαξιμίλλα) (Διγ. O 2392).
    • 10) Αφηγούμαι· αφηγούμενος απαριθμώ:
      • (Βεντράμ., Φιλ. 388
      • ιερείς αξιότατους … σου φέρνω και αφήνω και άλλους παλαιούς ογιά να μη μακραίνω, … όσον μιλώ (Τζάνε, Φιλον. 5879).
    • 11)
      • α) Συμβουλεύω, νουθετώ:
        • άνθρωπος σαν του βουληθεί να κάμει τό ξετρέχει … όποιος μιλεί, όφκαιρο κόπον έχει (Ερωτόκρ. Γ́ 164· Γ́ 271
      • β) (προκ. για δικηγόρο) δίνω νομικές συμβουλές:
        • ποτέ δεν ομιλεί (ενν. ο αβουγαδούρος) δίχως καλόν κανίσκι (Σαχλ., Αφήγ. 360).
    • 12) Συμφωνώ, συγκατατίθεμαι:
      • εδιαβήκαν χωριστά, καθώς αυτοί μιλήσαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 1170· Χρον. σουλτ. 7024).
    • 13) Ρωτώ:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 389
      • πονηρά μιλεί να μάθει την υγειά του (Ερωτόκρ. Δ́ 1468).
    • 14) Συζητώ, κουβεντιάζω:
      • (Ερωφ. Γ́ 185
      • χορεύοντας μιλούσι (ενν. οι γυναίκες) με τους άνδρας (Συναξ. γυν. 620
      • απάνω 'ς τούτο θέλομε μιλήσει πάλι (Ερωφ. Ά 512).
    • 15) Διαβουλεύομαι, συνεννοούμαι:
      • εμίλησε (ενν. ο Ομέρ μπέης) μαζί με τον Φραντζέσκο και εσυβάστηκαν ότι … (Χρον. σουλτ. 10127).
  • Φρ.
  • 1) Μιλεί το γράμμα = ομολογείται, είναι παραδεκτό:
    • (Ερωτόκρ. Δ́ 128), (Στάθ. Γ́ 102).
    • 2) Μιλώ αληθινά = λέω την αλήθεια για κ., αφηγούμαι τα γεγονότα όπως πραγματικά έχουν:
      • (Βεν. 3).
    • 3) Μιλώ αμοναχός μου = μονολογώ·παραμιλώ:
      • (Βοσκοπ. 370).
    • 4) Μιλώ κακό = κακολογώ, κατακρίνω:
      • (Πανώρ. Έ 2).
    • 5) Μιλώ κ. μέσα μου = ψιθυρίζω, μουρμουρίζω:
      • (Ερωφ. Β́ 95).
    • 6) Μιλώ κομπώματα = λέω ψέματα:
      • (Ερωτόκρ. Β́ 879).
    • 7) Μιλώ λογαριασμό, βλ. λογαριασμός Φρ. 3.
    • 8) Μιλώ με την καρδιάν = μιλώ «από μέσα μου»:
      • (Ερωτόκρ. Γ́ 1733).
    • 9) Μιλώ ορθά = μιλώ απερίφραστα, με ειλικρίνεια:
      • (Σπαν. (Μαυρ.) P 153).
    • 10) Μιλώ περίσσο = περιττολογώ:
      • (Ερωφ. Ά 354).
    • 11) Μιλώ φρόνιμα = μιλώ συνετά, με περίσκεψη:
      • (Βεν. 2).
    • 12) Μιλώ χοντρά = μιλώ άκομψα, με αγένεια, ανάγωγα:
      • (Ριμ. κόρ. 691).
    • 13) Ομιλώ πολλά = συζητώ, αναφέρομαι δια μακρών, διεξοδικά:
      • (Χρον. σουλτ. 7010).
    • 14) Τα μιλώ = συζητώ, κουβεντιάζω φιλικά, εμπιστευτικά με κάπ.:
      • (Ερωτόκρ. Γ́ 1483).

[αρχ. ομιλέω. Τ. ημιλώ και μιλιώ σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μιλώ στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομιλών [omilón] Ε12β : (λόγ.) μόνο στον όρο ~ κινηματογράφος, στον οποίο ακούγονται οι ομιλίες των ηθοποιών. ANT βουβός, βωβός.

[λόγ. μεε. του ομιλώ `ομιλητής΄ σημδ. γαλλ. parlant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες