Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόσωμος, επίθ.
-
- 1) (Θρησκ. προκ. για νεκρό στη μεταθανάτια ζωή) που μετέχει με ολόκληρο το γήινο σώμα του:
- ο αποθανών … ολόσωμος εν τῳ παραδείσῳ μετά του Μωάμεθ αριστήσει (Ψευδο-Σφρ. 41227).
- 2) (Προκ. για έκλειψη ηλίου) ολικός:
- (Byz. Kleinchron. Ά 6565).
[<ολο‑ + ουσ. σώμα. Η λ. τον 4. αι. (TLG)]
- 1) (Θρησκ. προκ. για νεκρό στη μεταθανάτια ζωή) που μετέχει με ολόκληρο το γήινο σώμα του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολόσωμος -η -ο [olósomos] Ε5 : που αφορά ολόκληρο το σώμα, ιδίως το ανθρώπινο. α. που παριστάνει ολόκληρο το σώμα: Ολόσωμο άγαλμα. Ολόσωμη εικόνα / φωτογραφία. β. (για ρούχο) που καλύπτει ολόκληρο τον κορμό του σώματος: Ολόσωμο μαγιό / σύνολο. || (ως ουσ.) το ολόσωμο, συνήθ. για μαγιό: Φέτος το καλοκαίρι εμφανίστηκε με ολόσωμο.
[λόγ. < ελνστ. ὁλόσωμος `με ολόκληρο το σώμα, πλήρης΄]