Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγόχρονος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολιγόχρονος, επίθ.
  • α) Που ζει λίγα χρόνια, βραχύβιος:
    • Μήτερ, επεί έτεκές με ολιγόχρονον … (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά [604]
    • (ο θετ. βαθμός του επιθ. ως υπερθ.):
      • τέκνον, … οίδα γάρ ότι υπάρχεις ολιγόχρονος των πάντων (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά [622]
  • β) που του μένουν λίγα χρόνια ζωής:
    • Οι γέροντες πολλά είναι τιμημένοι, αμή είναι ολιγόχρονοι (Διήγ. Αλ. V 3626).

[μτγν. επιθ. ολιγόχρονος. Τ. λιγόχρονος σήμ. Η λ. και σήμ. λογ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγόχρονος -η -ο [oliγóxronos] Ε5 : που διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα. ANT μακροχρόνιος: Ολιγόχρονη απουσία / διακοπή.

[λόγ. ολιγο- + -χρονος (σύγκρ. ελνστ. ὀλιγόχρονος `που ζει λίγα χρόνια΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες