Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηρασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηρασία η [ksirasía] Ο25 : μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει βρέξει σχεδόν καθόλου· ανομβρία, αναβροχιά: H μεγάλη περίοδος ξηρασίας έβλαψε τα σπαρτά. || (μετεωρ.) η ύπαρξη ελάχιστης ποσότητας υδρατμών στην ατμόσφαιρα.

[λόγ. < ελνστ. ξηρασία, αρχ. σημ.: `ξέραμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηρασία η.
  • Έλλειψη υγρασίας, ξηρασία:
    • αφορία του σίτου … από της πολλής ανομβρίας και ξηρασίας (Notizb. 79).

[αρχ. ουσ. ξηρασία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες