Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεψυχώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεψυχώ [ksepsixó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξεψυχισμένος* : 1.πεθαίνω, για να προσδιορίσουμε ακριβώς τη στιγμή που ο άνθρωπος αφήνει την τελευταία του πνοή: Πριν ξεψυχήσει έδωσε στα παιδιά του την ευχή του. 2. (μτφ., λογοτ.) σβήνω: Tην ώρα που ξεψυχούσε η αυγή / που ξεψυχούσαν τ΄ άστρα.

[μσν. ξεψυχώ < εξεψυχώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐκψύχω (αρχ. σημ.: `λιποθυμώ΄) (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά τα ρ. σε ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεψυχώ· εξεψυχώ· ξηψυχώ· μτχ. παρκ. ξεψυχημένος· ξεψυχισμένος.
  • 1) Ξεψυχώ, πεθαίνω:
    • (Χριστ. διδασκ. 78
    • Χάμαι ξεψυχισμένη την ηύραμε (Ερωφ. Έ 612
    • (σε παρομοίωση):
      • μείναμε … ωσάν ξεψυχισμένοι (Διήγ. ωραιότ. 604
    • (μεταφ.):
      • ξεψυχισμένοι εκ την τρομάραν (Πιστ. βοσκ. IV 3, 168).
  • 2) Λιγοθυμώ· «σβήνω», «χάνομαι»:
    • (Ροδολ. Έ 341
    • τους κοπέλους θέλουσιν και κλαίουν και ξεψυχούσιν (Σαχλ., Αφήγ. 753).
  • 3) (Μεταφ.) «πεθαίνω» από επιθυμία (για κ.)
    • να εξεψυχάς διά γραφήν, ποτέ να μην την ίδεις (Λίβ. Esc. 1776
    • (μτβ.):
      • τό εξεψυχώ θεωρείς το (Λίβ. Sc. 910).
  • 4) (Μεταφ.) σβήνω, χάνομαι:
    • πάσα … ξεφάντωσις σήμερο ας ξεψυχήσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1001]).

[<αόρ. εκψύχω (βλ. ά.) με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑ώ. Ο τ. ξηκαι σήμ. κυπρ. Η λ. (Meursius, ‑είν) και η μτχ. ‑ισμένος και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεψυχώνω.
  • Ξεψυχώ, πεθαίνω:
    • το κεφάλιν του κλίνει και ξεψυχώνει (Φαλιέρ., Θρ. 264).

[<ξεψυχώ αναλογ. με ρ. σε ‑ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες