Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπέφτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπέφτω [ksepéfto] Ρ αόρ. ξέπεσα, απαρέμφ. ξεπέσει, μππ. ξεπεσμένος : 1α.χάνω τη δύναμη, τα πλούτη ή την αξία μου, παρακμάζω: Kάποτε ήταν σπουδαίος και τρανός, αλλά τώρα ξέπεσε. Aφότου ξέπεσε δεν τον κάνει πια κανείς παρέα. Ξεπεσμένοι καλλιτέχνες / αριστοκράτες. Kατάγεται από παλιά ξεπεσμένη οικογένεια. β. χάνω το ήθος και την αξιοπρέπειά μου: Ξέπεσε τόσο πολύ, ώστε δε δίστασε να κάνει πλαστογραφίες. (έκφρ.) κάποιος ξεπέφτει στα μάτια μου, χάνω την εκτίμηση που του είχα. 2. για κπ. που σε κατάσταση πια παρακμής, καταλήγει να εγκατασταθεί σε έναν τόπο απομακρυσμένο: Θίασος που ξέπεσε στην επαρχία.

[μσν. ξεπέφτω < αρχ. ἐκπίπτω `πέφτω έξω, παρακμάζω΄ (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά το πίπτω > πέφτω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεπέφτω.
  • 1)
    • α) Πέφτω κάτω:
      • εξέπεσεν η Μαξιμού από το ιππάριν κάτω (Διγ. Esc. 1589· Πηγά, Χρυσοπ. 130 (15)
    • β) (για κτίσμα) γκρεμίζομαι, καταρρέω:
      • Εξέπεσεν η τρούλλα της εκκλησίας (Χειλά, Χρον. 349).
  • 2)
    •  
      • α1) Χάνω, παύω να έχω την οικονομική, κοινωνική ή πολιτική μου ισχύ:
        • εξέπεσα κι επτώχαινα (Σαχλ., Αφήγ. 83· Χρον. Τόκκων 178
      • α2) (με γεν. ή με τις προθ. από, εκ + αιτιατ.):
        • για τα πολλά μου κρίματα … εξέπεσα του θρόνου (Θρ. Κων/π. B 71· Αιτωλ., Βοηβ. 369), (Ιστ. Βλαχ. 2769
  • (σε μεταφ.):
    • εξέπεσα του βαθμιδίου τό είχον (Λόγ. παρηγ. O 410
  • β) χάνω, στερούμαι (κ. καλό):
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 371r
    • να μη ξεπέσεις της τιμής (Ιστ. Βλαχ. 1618).
  • 3)
    • α) Ολισθαίνω ηθικά, αμαρτάνω:
      • (Πηγά, Χρυσοπ. 177 (14)
      • πάσα άνθρωπος οπού να θέλει να εναντιείται τους λόγους του Θεού … ξεπέφτει και χάνεται (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 26
    • β) (προκ. για την πτώση του διαβόλου και των δαιμόνων):
      • (Πηγά Χρυσοπ. 180 (23), Ιστ. Βλαχ. 1811).
  • 4) Υποβαθμίζομαι πνευματικά, κατέρχομαι σε κατώτερο πνευματικό επίπεδο:
    • διά την μακράν και πικροτάτην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε (Σοφιαν., Παιδαγ. 91· Ιστ. Βλαχ. 2225).
  • 5)
    • α) Καταντώ, περιπίπτω σε μια (άσχημη) κατάσταση:
      • πώς εξεπέσετε στου Τούρκου την σκλαβίαν; (Ιστ. Βλαχ. 2372· Παλαμήδ., Βοηβ. 986
    • β) υποκύπτω (σε κ.):
      • πώς είναι μπορεζάμενον … ν’ αντισταθεί του έρωτος και να μηδέν ξεπέσει; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [760]
    • γ) (μεταφ.· με την πρόθ. εις, σε + αιτιατ.):
      • εξεπέσασιν εις πάθη ατιμίας (Ιστ. Βλαχ. 2743· Μπερτόλδος 15).
  • 6) Εξασθενώ ψυχικά, αισθάνομαι κατάπτωση ή συντριβή:
    • ο έρωτας κάθ’ άνθρωπον τον κάμνει και ξεπέφτει (Μαρκάδ. 257· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [152]).
  • 7) Σκοτώνομαι, πεθαίνω:
    • (Θρ. Κύπρ. Μ 212).
  • 8)
    • α) Ξεφεύγω, παρεκκλίνω (με την πρόθ. από + αιτιατ.):
      • (Πηγά, Χρυσοπ. 132 (20)
      • ο στοχασμός ουδέν αφήνει τον λόγον να εξεπέσει από την πρέπουσαν συμμετρίαν (Σοφιαν., Παιδαγ. 106
    • β) (μεταφ.) εγκαταλείπω κ., απομακρύνομαι, παραιτούμαι από κ.:
      • ακόμη ουκ εξέπεσες απέ το αγέρωχόν σου (Λίβ. Esc. 1623).
  • 9) Υστερώ στην επίδοσή μου, μένω πίσω (εδώ σε παιγνίδι):
    • εξέπεσες, Φροσύνη, να σε πιάσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [203]).
  • 10) Πέφτω στα χέρια κάπ. (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
    • εξεπέσασιν (ενν. οι πλούσιοι) 'ς Τούρκους (Βεντράμ., Φιλ. 344).
  • 11)
    • α) (Για πλοίο) παρασύρομαι από τον άνεμο· ναυαγώ:
      • (Διήγ. εκρ. Θήρ. 11025
    • β) (για φορτίο πλοίου) χάνομαι στη θάλασσα:
      • καράβια κάγησαν κι οι πραματείες ξεπέσα (Βεντράμ., Φιλ. 361).
  • 12) (Προκ. για εξουσία) περιέρχομαι σε κάπ.:
    • απόθανεν ο μισίρ …, εξέπεσεν ο τόπος του κι η αφεντία όπου είχεν του κόντου Γατιέρη (Χρον. Μορ. H 7266· 7432).
  • 13) Χάνομαι:
    • βασίλεια ξεπέσασιν οκ την φιλαργυρία (Βεντράμ., Φιλ. 10).
    • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
      • 1) Αμαρτωλός:
        • το ξεπεσμένον ανθρώπινον γένος (Χριστ. διδασκ. 403).
      • 2) Που έχει χάσει την κοινωνική ή οικονομική του ισχύ· δυστυχής:
        • εις τες χηράδες βοηθός, στους ξεπεσμένους στύλος (Λίμπον. 176).
      • 3) Αδύναμος, εξαντλημένος:
        • τα ξεπεσμένα να τα σηκώσω δεν μπορώ μέλη χωρίς εσένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1172]).
      • 4) (Προκ. για γέροντα) ξεμωραμένος:
        • (Πιστ. βοσκ. V 4, 97).

    [<αόρ. του εκπίπτω (βλ. ά.). Πβ. και εξωπέφτω. Τ. ξη‑ στο Meursius (λ. ειν) και ξηππ‑ σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες