Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκάνω [ksekáno] Ρ αόρ. ξέκανα, απαρέμφ. ξεκάνει : (οικ.) 1α. εξοντώνω, σκοτώνω κπ.: ~ τον εχθρό / τον αντίπαλο. H επιδημία ξέκανε ολόκληρο χωριό, αφάνισε. β. εξαντλώ σωματικά: Tον ξέκαναν στη δουλειά. 2α. φθείρω ή καταστρέφω κτ.: Tα ξέκανες τα παπούτσια σου. H παγωνιά τα ξέκανε τα φυτά. β. πουλάω όσο όσο, κυρίως όταν βρίσκομαι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση: Ξέκανε ό,τι είχε και δεν είχε, για να πληρώσει τα χρέη του. 3. χαλάω κτ. που είχα φτιάξει, κυρίως στην έκφραση κάνω και ~.
[μσν. ξεκάνω < ξε- κάνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκάνω,
- βλ. ξεκάμνω.