Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεγελώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεγελώ [ksejeló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : 1.επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο καταφέρνω να τον κάνω να πιστέ ψει αυτό που επιδιώκω· κοροϊδεύω, εξαπατώ: Mας ξεγέλασε και μας πή ρε όλα τα λεφτά. Aυτόν δεν τον ξεγελάτε εύκολα. Aυτή δεν ξεγελιέται με τέτοια. Δε με ξεγελάς εμένα! Σε ξεγελάει με τους ευγενικούς του τρόπους. || Mην προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου. Mην ξεγελιέσαι με την ιδέα ότι… 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς, στις εκτιμήσεις μου: Πώς ξεγελάστηκα και βγήκα έξω χωρίς ομπρέλα; Mας ξεγέλασε ο καιρός. (έκφρ.) ~ την πείνα μου, τρώω κτ. ελάχιστο απλώς για να καταλαγιάσω το αίσθημα της πείνας.

[αρχ. ἐκγελῶ `γελώ δυνατά (σε βάρος κάποιου)΄ (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες