Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαφρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαφρίζω [ksafrízo] -ομαι Ρ2.1 : I1.αφαιρώ τον αφρό από φαγητό ή γλυκό την ώρα που βράζει. 2. (λαϊκ.) κλέβω: Άγνωστος ξάφρισε ένοικο ξενοδο χείου. Mου ξάφρισαν το πορτοφόλι μέσα στο λεωφορείο. II. (έκφρ.) αφρίζει* ξαφρίζει.

[ελνστ. ἐξαφρίζω `αφαιρώ τον αφρό με βράσιμο΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (αρχ. ἐξαφρίζομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες