Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανακάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανακάνω [ksanakáno] Ρ πρτ. ξανάκανα και ξαναέκανα, αόρ. ξανάκανα, ξαναέκανα και (σπάν.) ξανάκαμα και ξαναέκαμα, απαρέμφ. ξανακάνει και (σπάν.) ξανακάμει, μππ. ξανακαμωμένος· (πρβ. ξαναγίνομαι, ως αντίστοιχο παθ.) : κάνω κτ. ξανά: Θα πρέπει να την ~ την άσκηση. Aυτό το φαγητό δε θα το ~. Mην το ξανακάνεις, απειλητικά. Δε θα το ~.

[μσν. ξανακάνω < ξανα- + κάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες