Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομάρχης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομάρχης ο [nomárxis] Ο10 θηλ. νομάρχης [nomárxis] : ο πολιτικός διοικητής του νομού, που δεν είναι μόνιμος υπάλληλος αλλά εκλέγεται από το λαό ως εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης: Ο ~ Θεσσαλονίκης / Kαβάλας. Yποψήφιος ~ Xαλκιδικής.

[λόγ. < αρχ. νομάρχης `διοικητής επαρχίας΄ σημδ. γαλλ. préfet (< λατ. praefectus `διοικητής επαρχίας΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
νομάρχης ο.
  • Κυβερνήτης διοικητικής περιφέρειας:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 262).

[αρχ. ουσ. νομάρχης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες