Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νίος, νιος, επίθ.,
- βλ. νέος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιος -α -ο [nós] Ε2 : (λαϊκότρ., λογοτ.) νέος, παλικάρι: Ο ~ πραματευτής. Tο νιο φεγγάρι. (έκφρ.) ήμουνα ~ / νια και γέρασα, όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που διαρκεί πολλά χρόνια, χωρίς να ολοκληρώνεται ή να ρυθμίζεται. || (ως ουσ.) ο νιος, θηλ. νια: H νια η γαλανομάτα.
[μσν. νιος < αρχ. νέος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιοστός -ή -ό [niostós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στο ν, με το οποίο συμβολίζουμε έναν οποιοδήποτε φυσικό αριθμό, που δεν τον προσδιορίζουμε και που μπορεί να φτάνει ως το άπειρο: Nιοστή ρίζα. Yψώνω έναν αριθμό στη νιοστή δύναμη. ΦΡ για νιοστή φορά, για να δηλώσουμε ότι έχουν προηγηθεί και αμέτρητες άλλες φορές: Θα σου το επαναλάβω για νιοστή φορά.
[λόγ. νι + -οστός μτφρδ. ιταλ. ennesimo ή γαλλ. ennième < n, επειδή το γράμμα n δηλώνει έναν ακαθόριστο αριθμό (ίσως σαν αρχικό γράμμα της λατ. λ. numerus `αριθμός΄)]