Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυτία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτία η [naftía] Ο25 : ΣYN αναγούλα. 1. τάση για εμετό και ζάλη που προκαλείται από δυνατό κούνημα, κυρίως μέσα σε σκάφος ή σε όχημα που κινείται, ή από παθολογικά αίτια: Έπαθε ~ από τη θαλασσοταραχή. 2. (μτφ.) πολύ δυσάρεστο συναίσθημα που μας προκαλεί ένα άτομο ή ένα γεγονός ηθικά απαράδεκτο: H παρουσία του μου φέρνει ~. Aυτή η συκοφαντική εκστρατεία μού προκαλεί ~.

[λόγ. < αρχ. ναυτία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες