Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυμάχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυμάχος ο [navmáxos] Ο18 : αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία.

[λόγ. < ελνστ. ναυμάχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες