Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέκταρ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νέκταρ το [néktar] Ο γεν. νέκταρος (χωρίς πληθ.) : 1.(μυθ.) το ποτό των θεών: Οι θεοί του Ολύμπου έπιναν το ~ και έτρωγαν την αμβροσία. || (επέκτ.) ποτό, συνήθ. κρασί, εξαιρετικά εύγευστο. 2. ο γλυκός χυμός των λουλουδιών, που συγκεντρώνουν οι μέλισσες και που τον μετατρέπουν σε μέλι.

[λόγ. < αρχ. νέκταρ]

[Λεξικό Κριαρά]
νέκταρ το· νέκταρε.
  • 1) Γλυκό κρασί:
    • νέκταρ … να με κερνούσι (Ζήν. Έ 37).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) γλυκύτητα:
      • η πεθυμιά μου … στάσσει μόνο νέκταρε παντοτινά από κείνη (Ροδολ. Έ 18
    • β) απόλαυση, ευτυχία· ευημερία:
      • Ψηλότατέ μου βασιλιά, … την Τρόγια … με τη φρονιμάδα σου νέκταρε την ποτίζεις (Στάθ. Ιντ. β́ 6).

[αρχ. ουσ. νέκταρ. Ο τ. από μετρ. αν. ή από επίδρ. του ιταλ. nettare. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκταρίνι το [nektaríni] Ο44 : ποικιλία ροδάκινου που έχει λεία φλούδα και σκληρή σάρκα, όπως το μήλο.

[γαλλ. ή αγγλ. nectarine < αρχ. νέκταρ (από τη γλυκιά του γεύση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες