Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μύζω· μύσσω.
-
- Στενάζω, βαριανασαίνω:
- ογιά να βρω … εκείνον οπού μύσσει (Ερωτόκρ. Έ 904).
[αρχ. μύζω. Ο τ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ., Andr.)· κατά Στ. Αλεξίου, Ερωτόκριτος, σ. 489 αρχ. μύσσομαι (βλ. και Τσουδερός 1969: 69). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Στενάζω, βαριανασαίνω: