Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαχαρικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαχαρικό το [baxarikó] Ο38 : γενική ονομασία για προϊόντα που προέρχονται από ορισμένα φυτά των θερμών χωρών, έχουν αρωματική οσμή ή πικάντικη γεύση και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως καρυκεύματα· (πρβ. μυρωδικό): Kανέλα, πιπέρι, μοσχοκάρυδο και άλλα μπαχαρικά. Mαγειρεύει με πολλά μπαχαρικά.

[μπαχάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες