Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μούδα η.
  • Γυναικεία φορεσιά, αλλαξιά:
    • (Κατζ. Έ 39).

[<βεν. muda. Η λ. σήμ. ναυτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες