Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοσχοκάρυδο το [mosxokáriδo] Ο41 : καρπός τροπικού δέντρου με ωοειδές σχήμα, καστανό χρώμα και αρωματική γεύση, ο οποίος χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό.
[μσν. *μοσχοκάρυδον (πρβ. μσν. μοσκοκάρυδον) < μοσχο- + καρύδ(ι) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσχοκάρυδον το· μοσκοκάρυδον· μουσκοκάρυδον.
-
- Μοσχοκάρυδο:
- Λιβάνιν και μοσκοκάρυδον (Σταφ., Ιατροσ. 10284).
[<ουσ. μόσχος + καρύδι(ν). Ο τ. μοσκ‑ στο Βλάχ. Ο τ. μουσκ‑ στο Du Cange (λ. μόσχος) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange (ό.π.) και σήμ. (‑ο)]
- Μοσχοκάρυδο: