Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μονογενής, επίθ.· θηλ. μονογενή.
-
- Που είναι το μοναδικό παιδί κάπ.:
- (Διγ. Z 2987), (Διήγ. Αλ. G 281)·
- (προκ. για το Χριστό):
- έστειλεν (ενν. ο Θεός) τον Υιόν του τον μονογενήν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 51r).
- Το αρσ. ως ουσ. =
- α) μοναχογιός, μοναχοπαίδι:
- βασιλεύς εστέφθηκα … διατ’ ήμουν και μονογενής (Νεκρ. βασιλ. 54)·
- β) ο Χριστός:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 740).
- α) μοναχογιός, μοναχοπαίδι:
[αρχ. επίθ. μονογενής. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι το μοναδικό παιδί κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονογενής 1 -ής -ές [monojenís] Ε10 : (λόγ.) ~ υιός, ο μοναχογιός. ~ κόρη, η μοναχοκόρη. Ο ~ υιός του Θεού, ο Xριστός.
[λόγ. < ελνστ. μονογενής, αρχ. σημ.: `μοναδικό μέλος ενός γένους΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονογενής 2 -ής -ές : (βοτ.) μονογενές άνθος, που έχει μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο.
[λόγ. < διεθ. mono- = μονο- + αρχ. γέν(ος) -ής]