Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρόσωμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικρόσωμος -η -ο [mikrósomos] Ε5 : (για πρόσ. ή ζώο) που έχει μικρές σωματικές διαστάσεις. ANT μεγαλόσωμος.

[λόγ. μικρο- 1 + σώμ(α) -ος κατά το αντ. μεγαλόσωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες