Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μετρίως, επίρρ.
-
- 1)
- α) Με μέτρο, όχι υπερβολικά:
- (Σπαν. P 160)·
- β) κάπως:
- μετρίως εφοβήθην (Βίος Αλ. 4195).
- α) Με μέτρο, όχι υπερβολικά:
- 2) Με φρόνηση, συνετά:
- έναι … φρόνιμος όλα ποιεί μετρίως (Κορων., Μπούας 137).
- 3) Αρκετά, ικανοποιητικά:
- (Διγ. Z 2503).
- 4) Με μετριοφροσύνη:
- τας ανδραγαθίας του λέγοντάς τας (ενν. ο Διγενής) μετρίως (Διγ. Z 2393).
[αρχ. επίρρ. μετρίως. Τ. μι‑ σήμ. κυπρ. με διαφορ. σημασ. Λ. μέτρια στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)