Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μελανός, επίθ.· μελενός.
-
- 1) Μαύρος, μαυρισμένος:
- σάρκες περίσσα μελανές και πληγωμούς γεμάτες (Ερωφ. Έ 116)·
- θάλασσα … μελανή (Διήγ. πανωφ. 60).
- 2) (Μεταφ.):
- α) δυσάρεστος· φρικτός:
- τέτοια μέρα μελανή να μη 'χεν ξημερώσει (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 119)·
- β) δυσβάστακτος:
- κόσμος όλος μελανῄ εβάφη καταδίκῃ (Καλλίμ. 1646).
- α) δυσάρεστος· φρικτός:
[μτγν. επίθ. μελανός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μαύρος, μαυρισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελανός -ή -ό [melanós] Ε1 : 1. που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο σκούρο μπλε και στο μαύρο: Είναι κάποιος ~ από το κρύο. Tο μελανό χρώμα και ως ουσ. το μελανό. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται ως δυσάρεστος ή γενικά αρνητικός: Tο μελανό σημείο μιας υπόθεσης / της σταδιοδρομίας κάποιου. Bιβλίο που περιγράφει τα χρόνια της Kατοχής και του εμφυλίου με τα πιο μελανά χρώματα, με πολύ τραγικό τρόπο.
[ελνστ. μελανός = μέλας `μαύρος΄]