Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστεκτομή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστεκτομή η [mastektomí] Ο29 : (ιατρ.) αφαίρεση του μαστού με χειρουργική επέμβαση: Ολική / μερική ~.

[λόγ. < νλατ. mastectomy < αρχ. μαστ(ός) + ἐκτομή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες