Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μίγα, επίρρ.,
- βλ. μίκα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιγαδικός -ή -ό [miγaδikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στους μιγάδες αριθμούς: Mιγαδική ρίζα / συνάρτηση. Mιγαδικοί αριθμοί, οι μιγάδες αριθμοί.
[λόγ. μιγαδ- (μιγάς) -ικός (διαφ. το μσν. μιγαδικός `για μοναχούς που ζουν σε κοινόβιο και όχι σαν ερημίτες΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιγάς ο [miγás] Ο1 θηλ. μιγάδα [miγáδa] Ο26 στη σημ. 1 : 1. άνθρωπος γεννημένος από γονείς που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές ή απόγονος μιγάδων: Mιγάδες που προέρχονται από διασταύρωση λευκών με μαύρους. || (επέκτ.) για ζώα ή για φυτά. 2. (μαθημ., και ως επίθ.) ~ αριθμός, που αποτελείται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες.
[λόγ. < ελνστ. ὁ, ἡ μιγάς, αιτ. -άδα `μισός ξένος και μισός Έλληνας΄, αρχ. σημ.: `ανάκατος΄]