Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέτριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μέτριος, επίθ.
  • 1) Που έχει σωστές αναλογίες:
    • (Διγ. Ζ 152).
  • 2) Μετριοπαθής, μετριόφρονας:
    • οι αφεντάδες δεν πρέπει να είναι υπερήφανοι, μόνον μέτριοι (Ιστ. Βλαχ. μετά στ. 1596).
  • 3) Όχι υπερβολικός, κανονικός:
    • το μέτριον κρασί δίδει πολλήν υγείαν (Ιστ. Βλαχ. 2132).
  • 4) Λιγοστός:
    • αν τύχει να μάθω συμφοράς και εγώ τας ιδικάς σου …, τίποτε μετριότερον να γίνεται τό πάσχω (Λίβ. Ρ 1148).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Μετριότητα, μετριοπάθεια:
      • διάκριση να κάμεις, το ίσον και το μέτριον να μη το παραδράμεις (Ιστ. Βλαχ. 1608).
    • 2) Έκφρ. πέραν του μετρίου = υπερβολικά:
      • (Διήγ. παιδ. 553).

[αρχ. επίθ. μέτριος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέτριος -α -ο [métrios] Ε6 : α. που έχει μέτρο, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη υπερβολής: Mέτριοι υπολογισμοί. Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια. β. (για ποσότητα, μέγεθος κτλ.) β1. που δεν είναι ούτε πολύ μικρός ούτε πολύ μεγάλος: Mέτρια θερμοκρασία. Mέτριο ανάστημα / εισόδημα. Mέτριος άνεμος. β2. για τον καφέ, συνήθ. ως ουσ., που δεν είναι πολύ γλυκός ούτε πικρός: Γκαρσόν φέρε μου ένα φραπέ μέτριο με γάλα. Πώς τον πίνεις τον καφέ; -Mέτριο. γ. (για ποιότητα) που δεν είναι ούτε πολύ καλός ούτε πολύ κακός: ~ καλλιτέχνης / επιστήμονας. Mέτριο μυαλό / αποτέλεσμα. Mαθητής ~ στα μαθηματικά. (λόγ. έκφρ.) κάτω* του μετρίου. μέτρια & (λόγ.) μετρίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μέτριος· λόγ. < αρχ. μετρίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες