Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέγιστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέγιστος -η -ο [méjistos] Ε5 : (λόγ.) που είναι πάρα πολύ μεγάλος: Είναι μέγιστο σφάλμα να… Tο μέγιστο βάθος / ύψος. H μέγιστη τιμή / ταχύτη τα. || (μαθημ.) ~ κοινός διαιρέτης, ο μεγαλύτερος από τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων φυσικών αριθμών. || (ως ουσ.) το μέγιστο, η μεγαλύτερη δυνατή τιμή που μπορεί να πάρει μια μεταβλητή ποσότητα: Tο μέγιστο που καπνίζω είναι δέκα τσιγάρα ημερησίως. (έκφρ.) στο μέγιστο, όσο γίνεται περισσότερο: Aξιοποίησε στο μέγιστο τις δυνατότητές του. μέγιστα ΕΠIΡΡ ιδίως στην έκφραση τα ~, πάρα πολύ: Ωφελήθηκα τα ~ από τις συμβουλές σου.

[λόγ. < αρχ. μέγιστος, υπερθ. του μέγας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες